Υπάρχει θέση για το τσίπουρο στο τραπέζι ενός σύγχρονου εστιατορίου υψηλής γαστρονομίας;
Στο ερώτημα αυτό ας ξεκινήσουμε τον διαλογισμό μας με μία αντερώτηση. Υπάρχει θέση για την Ιταλική γκράπα, το Περουβιάνικο πίσκο , το Ιαπωνικό σάκε ή την Ρώσικη βότκα σε ένα αντίστοιχο τραπέζι;
Αν το αντιμετωπίσουμε ως ορεκτικό (π.χ. ένα ανισούχο σε ένα γεύμα που θα ξεκινήσει με ένα ceviche ) ή επιδόρπιο (π.χ. ένα τσίπουρο παλαιωμένα σε νέα δρύινα βαρέλια για ένα γεύμα που θα κλείσει με ένα γλυκό που θα περιλαμβάνει μία πικάντικη γκανάζ σοκολάτας) τότε σίγουρα έχει μια θέση δίπλα σε ένα δημιουργικό μενού.
Όσον αφορά την θέση του τσίπουρου ως συνοδευτικού κυρίως πιάτων αυτό φροντίζει να μας το θυμίζει ένα πικάντικο αγιωργίτικο τσίπουρο ή ένα γεμάτο αρώματα εσπεριδοειδούς μοσχάτο .
Η παράδοση της τσιπουροποσίας που δεν στοχεύει στον κορεσμό αλλά στην περιοδική εναλλαγή της τέρψης των γευστικών και πνευματικών μας αναζητήσεων με τέτοιο ρυθμό ώστε να επιτυγχάνεται μια απόλυτη ισορροπία , αποτελεί σίγουρα το εισιτήριο του τσίπουρου στο κεντρικό τραπέζι της ίδιας της έννοιας της υψηλής γαστρονομίας.
Από το 1988 που θεσμοθετήθηκε στην χώρα μας η εμφιάλωση του τσίπουρου έως τις μέρες μας η Ελληνική αποσταγματοποιία έκανε άλματα αντίστοιχα της οινοποίησης των προηγούμενων δεκαετιών.
Από τις χωρικές αποστάξεις σε αποθήκες και με άβυκες οικιακούς , οδηγηθήκαμε σε βιοτεχνικούς σύγχρονους άμβυκες κλασματικής απόσταξης με στήλες ανακαθαρισμού και χημικό έλεγχο των παραγώμενων αποσταγμάτων. Κύριο μέλημα των σύγχρονων παραγωγών είναι η διασφάλιση τόσο της ποιότητας όσο και της διατήρησης των κυρίαρχων αρωμάτων των ποικιλιών των σταφυλιών που ζυμώνονται, οινοποιούνται και αποστάζονται.
Γαλακτωμένα στους επιθυμητούς βαθμούς , στο σωστό κρυστάλινο ποτήρι ,στην σωστή εσωτερική και εξωτερική θερμοκρασία και σε ένα περιβάλλον χωρίς ενοχλητικές μυρωδιές τα σύγχρονα Ελληνικά αποστάγματα θα αποτελέσουν τα επόμενα χρόνια τους ιδανικούς πρεσβευτές της ταυτότητας της Νέας Ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας.